- επιχαλυβώνω
- και επιχαλυβδώνωκαλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ)-ώνω (< χάλυψ). To -δ- αναλογικό προς το μολυβδ-ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ- + αρχαία κατάλ. -δος κατά τά κίβ-δος*, λύγ-δος*. Στη συνέχεια το -δ- θεωρήθηκε στοιχείο τού θ. με αποτέλεσμα τη δημιουργία παραγώγων όπως μολυβδώνω].
Dictionary of Greek. 2013.